- ποιμασία
- ἡ, Αφροντίδα, περιποίηση ή διαφύλαξη («ποιμασία γὰρ ἐστι Θεοῡ», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + κατάλ. -σία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποιμασία — ποιμασίᾱ , ποιμασία feeding fem nom/voc/acc dual ποιμασίᾱ , ποιμασία feeding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)